- χτίζω
- 1) bâtir2) construire
Ελληνικό-Γαλλικό λεξικό. 2015.
Ελληνικό-Γαλλικό λεξικό. 2015.
χτίζω — χτίζω, έχτισα βλ. πίν. 33 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
χτίζω — Ν βλ. κτίζω … Dictionary of Greek
χτίζω — βλ. κτίζω … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
σκυροδετώ — χτίζω με σκυρόδεμα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αντεγείρω — ἀντεγείρω (AM) χτίζω κάτι για να χρησιμοποιηθεί εναντίον κάποιου αρχ. χτίζω κάτι στη θέση άλλου κτηρίου … Dictionary of Greek
δέμω — (AM) 1. χτίζω, οικοδομώ 2. κατασκευάζω. [ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ. δέμω ανάγεται σε ΙΕ *dem «χτίζω, οικοδομώ, κατασκευάζω» (πρβλ. γοτθ. ga timan, αρχ. άνω γερμ. zeman, νεογερμ. geziemen «αρμόζω, ταιριάζω», που γεννούν όμως αμφιβολίες λόγω τής σημασιολογικής… … Dictionary of Greek
ενοικοδομώ — (AM ἐνοικοδομῶ, έω) [οικοδομώ] χτίζω, οικοδομώ κάπου αρχ. 1. οικοδομώ, χτίζω κάπου για τον εαυτό μου («τεῑχος ἐνοικοδομησάμενοι ἔφθειρον τοὺς ἐν τῇ πόλει», Θουκ.) 2. αποφράζω, κλείνω με τοίχο («ἐνοικοδομῆσαι τὴν εἴσοδον», Αρριαν.) 3. ανοικοδομώ … Dictionary of Greek
επικτίζω — ἐπικτίζω (AM) 1. χτίζω ξανά πάνω σε προϋπάρχοντα θεμέλια («καλοῦσι δὲ παλαιὰν Ἐρέτριαν, ἡ δὲ νῦν ἐπέκτισται», Στράβ.) Ι μσν. κτίζω ως προσθήκη ανυψώνοντας κτίσμα αρχ. ιδρύω, χτίζω («πόλεις ἑλληνίδας ἐπικτίζοντες ἀγρίοις ἔονεσι», Πλούτ.) … Dictionary of Greek
μετοικοδομώ — μετοικοδομῶ, έω (Α) 1. οικοδομώ ή χτίζω με διαφορετικό τρόπο, δίδω σε μια οικοδομή άλλη μορφή 2. οικοδομώ ή χτίζω σε άλλο τόπο. [ΕΤΥΜΟΛ. < μετ(α) * + οἰκοδομῶ «ανεγείρω οικοδομή»] … Dictionary of Greek
άμμος — Ιζηματογενής σχηματισμός που αποτελείται από θραύσματα ορυκτών με κύριο χαρακτηριστικό την έλλειψη συνοχής. Ο σχηματισμός της ά. οφείλεται στη διαβρωτική ενέργεια των θαλασσών, των ανέμων, των ποταμών και των παγετώνων. Η ά. ταξινομείται ανάλογα… … Dictionary of Greek
αέρας — Όρος με πολλές ερμηνείες και χρήσεις. Ο άνεμος που δεν είναι πολύ δυνατός. Τo κλίμα ενός τόπου και μεταφορικά το ψυχολογικό κλίμα. Η εξωτερική εμφάνιση, το ύφος, το παρουσιαστικό. Η τόλμη, η αλαζονεία, η αυθάδεια. Έκφραση της ψυχικής διάθεσης. Η… … Dictionary of Greek